- ἀμυχρός
- ἀμυχνός, ἀμυχρός, rein, heilig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αμυχρός — ἀμυχρός, ά, ὸν (Α) βλ. ἀμυσχρός … Dictionary of Greek
αμυσχρός — ἀμυσχρός, ά, ὸν (ΑΜ) (Μ και ἀμυχρὸς και ἀμυχνός, ή, όν) αμόλυντος, καθαρός, αγνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μύσκος «μίασμα, κήδος» (Ησύχ.), ή μύσος «ακαθαρσία, μόλυνση, μίασμα». Πρόκειται για εκφραστικό επίθετο σε χρος (ἀμυσχρός: ἀμύσσω κατά το… … Dictionary of Greek